Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια προοδευτική αναπνευστική νόσος που χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή μείωση της ικανότητας των πνευμόνων να μεταφέρουν αέρα. Η ΧΑΠ περιλαμβάνει δύο κύριες καταστάσεις: τη χρόνια βρογχίτιδα και το εμφύσημα. Στη χρόνια βρογχίτιδα, οι αεραγωγοί φλεγμαίνουν και στενεύουν, προκαλώντας υπερβολική παραγωγή βλέννας, ενώ στο εμφύσημα, οι αεροφόροι σάκοι (κυψελίδες) των πνευμόνων καταστρέφονται, μειώνοντας την ικανότητα του σώματος να ανταλλάσσει οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα.
Ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας για την εμφάνιση της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα, το οποίο ευθύνεται για την πλειονότητα των περιπτώσεων. Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση, χημικούς ρύπους και σκόνη στο εργασιακό περιβάλλον, καθώς και γενετική προδιάθεση, όπως η έλλειψη της πρωτεΐνης α1-αντιθρυψίνης.
Τα συμπτώματα της ΧΑΠ εξελίσσονται αργά με την πάροδο του χρόνου και περιλαμβάνουν επίμονο βήχα, παραγωγή βλέννας, δύσπνοια, συριγμό και αίσθημα σφίξιμου στο στήθος. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινώνονται με την πάροδο των ετών, με αποτέλεσμα σοβαρή μείωση της ποιότητας ζωής και αυξημένο κίνδυνο αναπνευστικών λοιμώξεων.
Η διάγνωση της ΧΑΠ γίνεται κυρίως μέσω της σπιρομέτρησης, μια εξέταση που μετρά τη ροή του αέρα από τους πνεύμονες και μπορεί να αποκαλύψει αποφρακτική δυσλειτουργία. Παράλληλα, ακτινογραφίες θώρακα ή αξονικές τομογραφίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξεταστεί η κατάσταση των πνευμόνων.
Αν και δεν υπάρχει θεραπεία για τη ΧΑΠ, η διακοπή του καπνίσματος είναι το πιο σημαντικό βήμα για την επιβράδυνση της προόδου της νόσου. Οι θεραπείες περιλαμβάνουν εισπνεόμενα φάρμακα, όπως βρογχοδιασταλτικά και κορτικοστεροειδή, τα οποία βοηθούν στη μείωση των συμπτωμάτων, καθώς και οξυγονοθεραπεία σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις. Η σωματική άσκηση και η φυσιοθεραπεία των πνευμόνων μπορούν επίσης να βελτιώσουν την αναπνευστική ικανότητα και την αντοχή.
Η ΧΑΠ είναι μια σοβαρή πάθηση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και έγκαιρη αντιμετώπιση για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ασθενών και να μειωθούν οι επιπλοκές.